- ανέκκλητος
- -η, -ο (Α ἀνέκκλητος, -ον)αρχ.εκείνος εναντίον του οποίου δεν έχει γίνει ένσταση, απρόσβλητοςνεοελλ.(για απόφαση) αμετάκλητος, τελεσίδικος, οριστικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανέκκλητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν μπορεί να ακυρωθεί, να ματαιωθεί, τελεσίδικος: Η απόφαση αυτή του δικαστηρίου είναι πια ανέκκλητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμετάκλητος — η, ο (Α ἀμετάκλητος, ον) [μετακαλῶ] νεοελλ. αυτός που δεν ανακλήθηκε ή δεν είναι δυνατό να ανακληθεί, ανέκκλητος, οριστικός αρχ. αυτός που δεν είναι δυνατό να τόν αναστείλει, να τόν εμποδίσει κανείς, ακράτητος, ακατάσχετος … Dictionary of Greek
ανέφετος — ον αυτός που δεν επιδέχεται έφεση, τελεσίδικος, ανέκκλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έφεση. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek
αναθέτητος — η, ο αυτός που δεν αθετήθηκε ή δεν αθετείται, αμετάκλητος, ανέκκλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αθετώ] … Dictionary of Greek
αυτοτελής — ές (AM αὐτοτελής, ές) 1. τέλειος, πλήρης αφεαυτού, αυτάρκης 2. ανεξάρτητος, αυθύπαρκτος αρχ. 1. απόλυτος, αυτοδύναμος 2. αυτός που επαρκεί στον εαυτό του, επαρκής, αυτοσυντήρητος 3. αυτός που φορολογεί τον εαυτό του, που καθορίζει μόνος τις… … Dictionary of Greek
τελειωτικός — ή, ό / τελειωτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και τελειωτικός, ή, όν, Α [τελειῶ, ώνω] νεοελλ. 1. ανέκκλητος, οριστικός («τελειωτική απάντηση») 2. αυτός που φέρνει το τέλος («τελειωτικό χτύπημα») μσν. αρχ. αυτός που οδηγεί στην τελείωση («σοφία τελειωτική»,… … Dictionary of Greek
τελεσίδικος — η, ο, Ν (νομ.) 1. οριστικά δικασμένος, μη επιδεχόμενος τακτικό ένδικο μέσο, ανέκκλητος («τελεσίδικη απόφαση») 2. το ουδ. ως ουσ. το τελεσίδικο(ν) η τελεσιδικία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι (βλ. λ. τέλος) + δικος (< δίκη), πρβλ. φιλό δικος] … Dictionary of Greek